- υπερτεταμένον
- τὸ, Αβλ. υπερτείνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερτεταμένον — ὑπέρ τείνω stretch perf part mp masc acc sg ὑπέρ τείνω stretch perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερτείνω — Α [τείνω] 1. εκτείνω, απλώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο («σκιὰν ὑπερτείνουσα σειρίου κυνός», Αισχύλ.) 2. τεντώνω κάτι σε μεγάλο βαθμό, τό παρατεντώνω («μέτριος ἐν τῷ μετρίῳ τὴν τιμωρίαν ὑπερέτεινεν», Πλούτ.) 3. (αμτβ.) α) εκτείνομαι από πάνω β)… … Dictionary of Greek